- τήνελλα
- τήνελλαHurrah!indeclform (indecl)τήνελλαHurrah!neut nom/voc/acc plτήνελλοςHurrah!neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τήνελλα — και τήνεβλα Α 1. λέξη που σχηματίστηκε για μίμηση ήχου τής χορδής κιθάρας ως επευφημία προς τον Ηρακλή («τήνελλα, ὦ καλλίνικε, χαῑρε», Αρχίλ.) 2. φρ. «τήνελλα, καλλίνικε» (ως επευφημία προς τους νικητές αγώνων) εύγε, μπράβο … Dictionary of Greek
τήνελλος — τήνελλα Hurrah! masc nom sg τήνελλος Hurrah! masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήνελλος — και τήνεβλος, ον, Α [τήνελλα] αυτός που επευφημείται με το επιφώνημα τήνελλα* («ἐὰν νικᾱς..., τήνελλος εἶ», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τήνεβλα — Α βλ. τήνελλα … Dictionary of Greek